- μι
- (I)το(άκλιτο) το δωδέκατο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μῦ*].————————(II)το(άκλιτο) μουσ. διεθνής ονομασία τού τρίτου φθόγγου τής μείζονος κλίμακας τού ντο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mi].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.